- σκυλόδεψος
- -ον, Ασκυλοδέψης* («καὶ τὸν χαλκοτύπον... καὶ τὸν σκυλόδεψον», Δημοσθ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος, τό «δέρμα ζώου» + -δέψος (< δέφω / δέψω «κατεργάζομαι»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκυλόδεψος — masc nom sg σκυλοδέψης tanner of hides masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυλόδεψον — σκυλόδεψος masc acc sg σκυλοδέψης tanner of hides masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)